- ἀτταταί
- ἀτταταί, od. ἀτταταῖ, ein Wehruf; ein Jubelruf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ατταταί — ἀτταταῑ και ἀτταταταῑ (Α) επιφώνημα πόνου, θλίψης ή στενοχώριας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. που εκφράζει άλγος (πρβλ. απαππαιπαί, ιατταταί κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ἀτταταῖ — indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀτταταῖ — ἀτταταῖ , ἀτταταῖ indeclform (exclam) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)